Επίθετο

επεξεργασία

merchant (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εμπορικός, που συνδέεται με τη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων
    ⮡  Greece has a very large merchant navy.
    Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο εμπορικό στόλο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
merchant merchants

merchant (en)

Παράγωγα

επεξεργασία