αντιπλοίαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αντιπλοίαρχος | οι | αντιπλοίαρχοι |
γενική | του | αντιπλοίαρχου & αντιπλοιάρχου |
των | αντιπλοίαρχων & αντιπλοιάρχων |
αιτιατική | τον | αντιπλοίαρχο | τους | αντιπλοίαρχους & αντιπλοιάρχους |
κλητική | αντιπλοίαρχε | αντιπλοίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈpli.aɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πλοί‐αρ‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός, ναυτικός όρος) ανώτερος αξιωματικός, κάτω ακριβώς από τον βαθμό του πλοιάρχου και πάνω από του πλωτάρχη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαελληνικοί στρατιωτικοί βαθμοί | ||
---|---|---|
Στρατός Ξηράς | Πολεμικό Ναυτικό | Πολεμική Αεροπορία |
Aξιωματικοί | ||
Ανώτατοι | ||
στρατάρχης | ||
αρχιστράτηγος | αρχιναύαρχος | αρχιπτέραρχος / στρατάρχης |
στρατηγός | ναύαρχος | πτέραρχος |
αντιστράτηγος | αντιναύαρχος | αντιπτέραρχος |
υποστράτηγος | υποναύαρχος | υποπτέραρχος |
ταξίαρχος | αρχιπλοίαρχος | ταξίαρχος |
Ανώτεροι | ||
συνταγματάρχης | πλοίαρχος | σμήναρχος |
αντισυνταγματάρχης | αντιπλοίαρχος | αντισμήναρχος |
ταγματάρχης | πλωτάρχης | επισμηναγός |
Κατώτεροι | ||
λοχαγός | υποπλοίαρχος | σμηναγός |
υπολοχαγός | ανθυποπλοίαρχος | υποσμηναγός |
ανθυπολοχαγός | σημαιοφόρος | ανθυποσμηναγός |
Ανθυπασπιστές | ||
ανθυπασπιστής | ||
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (Δ.Ε.Α.) | ||
Υπαξιωματικοί (βαθμοφόροι οπλίτες) | ||
αρχιλοχίας | αρχικελευστής | αρχισμηνίας |
επιλοχίας | επικελευστής | επισμηνίας |
λοχίας | κελευστής | σμηνίας |
δεκανέας | δίοπος | υποσμηνίας |
Οπλίτες | ||
υποδεκανέας | υποδίοπος | ανθυποσμηνίας |
στρατιώτης | ναύτης | σμηνίτης |