Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υποδεκανέας οι υποδεκανείς
      γενική του
του/της
υποδεκανέα
υποδεκανέως
των υποδεκανέων
    αιτιατική τον/την υποδεκανέα τους/τις υποδεκανείς
     κλητική υποδεκανέα υποδεκανείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδεκανέας < υπο- + δεκανέας (< δεκανεύς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδεκανέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτικός βαθμός) τιμητική διάκριση που απονέμεται σε στρατιώτες του στρατού ξηράς που ξεχώρισαν για την απόδοση και το ήθος τους. Δε θεωρείται βαθμός και χάνεται στην εφεδρεία. Συντομογραφία: υδνέας.
    Βρετανή υποδεκανέας έχασε τα γαλόνια της επειδή φωτογραφήθηκε ημίγυμνη.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία