αρχισμηνίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρχισμηνίας | οι | αρχισμηνίες |
γενική | του/της | αρχισμηνία | των | αρχισμηνιών |
αιτιατική | τον/την | αρχισμηνία | τους/τις | αρχισμηνίες |
κλητική | αρχισμηνία | αρχισμηνίες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ar.xi.zmiˈni.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐σμη‐νί‐ας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχισμηνίας αρσενικό ή θηλυκό
- (στρατιωτικός βαθμός) υπαξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας που αντιστοιχεί στον αρχιλοχία του στρατού ξηράς και είναι ανώτερος του επισμηνία και κατώτερος του ανθυπασπιστή