Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποπλοίαρχος οι υποπλοίαρχοι
      γενική του υποπλοίαρχου
υποπλοιάρχου
των υποπλοίαρχων
υποπλοιάρχων
    αιτιατική τον υποπλοίαρχο τους υποπλοίαρχους
υποπλοιάρχους
     κλητική υποπλοίαρχε υποπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποπλοίαρχος < υπο- + πλοίαρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. στρατιωτικός βαθμός στο πολεμικό ναυτικό και το λιμενικό, κατώτερος από τον πλωτάρχη και ανώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο
  2. ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον πλοίαρχο σε πλοίο του εμπορικού ναυτικού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία