Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθυποπλοίαρχος οι ανθυποπλοίαρχοι
      γενική του ανθυποπλοίαρχου
ανθυποπλοιάρχου
των ανθυποπλοίαρχων
ανθυποπλοιάρχων
    αιτιατική τον ανθυποπλοίαρχο τους ανθυποπλοίαρχους
ανθυποπλοιάρχους
     κλητική ανθυποπλοίαρχε ανθυποπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθυποπλοίαρχος < ανθ- + υποπλοίαρχος (υπο- + πλοίαρχος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθυποπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος, στρατιωτικός βαθμός) κατώτερος αξιωματικός (υπολοχαγός) του λιμενικού σώματος ή του πολεμικού ναυτικού
  2. (ναυτικός όρος) τρίτος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού

Δείτε επίσης επεξεργασία

ελληνικοί στρατιωτικοί βαθμοί
Στρατός Ξηράς Πολεμικό Ναυτικό Πολεμική Αεροπορία
Aξιωματικοί
Ανώτατοι
στρατάρχης
αρχιστράτηγος αρχιναύαρχος αρχιπτέραρχος / στρατάρχης
στρατηγός ναύαρχος πτέραρχος
αντιστράτηγος αντιναύαρχος αντιπτέραρχος
υποστράτηγος υποναύαρχος υποπτέραρχος
ταξίαρχος αρχιπλοίαρχος ταξίαρχος
Ανώτεροι
συνταγματάρχης πλοίαρχος σμήναρχος
αντισυνταγματάρχης αντιπλοίαρχος αντισμήναρχος
ταγματάρχης πλωτάρχης επισμηναγός
Κατώτεροι
λοχαγός υποπλοίαρχος σμηναγός
υπολοχαγός ανθυποπλοίαρχος υποσμηναγός
ανθυπολοχαγός σημαιοφόρος ανθυποσμηναγός
Ανθυπασπιστές
ανθυπασπιστής
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (Δ.Ε.Α.)
Υπαξιωματικοί (βαθμοφόροι οπλίτες)
αρχιλοχίας αρχικελευστής αρχισμηνίας
επιλοχίας επικελευστής επισμηνίας
λοχίας κελευστής σμηνίας
δεκανέας δίοπος υποσμηνίας
Οπλίτες
υποδεκανέας υποδίοπος ανθυποσμηνίας
στρατιώτης ναύτης σμηνίτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία