στρατάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατάρχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατάρχης < στρατ(ός) + -άρχης < ἄρχω (εξουσιάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατάρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) ο ανώτατος βαθμός αξιωματικού στους στρατούς ξηράς, αμέσως ανώτερος του στρατηγού, που αντιστοιχίζεται στο βαθμό OF-10 του NATO. Προβλέπεται για διοίκηση σχηματισμών μεγαλύτερων της στρατιάς.
ελληνικοί στρατιωτικοί βαθμοί | ||
---|---|---|
Στρατός Ξηράς | Πολεμικό Ναυτικό | Πολεμική Αεροπορία |
Aξιωματικοί | ||
Ανώτατοι | ||
στρατάρχης | ||
αρχιστράτηγος | αρχιναύαρχος | αρχιπτέραρχος / στρατάρχης |
στρατηγός | ναύαρχος | πτέραρχος |
αντιστράτηγος | αντιναύαρχος | αντιπτέραρχος |
υποστράτηγος | υποναύαρχος | υποπτέραρχος |
ταξίαρχος | αρχιπλοίαρχος | ταξίαρχος |
Ανώτεροι | ||
συνταγματάρχης | πλοίαρχος | σμήναρχος |
αντισυνταγματάρχης | αντιπλοίαρχος | αντισμήναρχος |
ταγματάρχης | πλωτάρχης | επισμηναγός |
Κατώτεροι | ||
λοχαγός | υποπλοίαρχος | σμηναγός |
υπολοχαγός | ανθυποπλοίαρχος | υποσμηναγός |
ανθυπολοχαγός | σημαιοφόρος | ανθυποσμηναγός |
Ανθυπασπιστές | ||
ανθυπασπιστής | ||
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (Δ.Ε.Α.) | ||
Υπαξιωματικοί (βαθμοφόροι οπλίτες) | ||
αρχιλοχίας | αρχικελευστής | αρχισμηνίας |
επιλοχίας | επικελευστής | επισμηνίας |
λοχίας | κελευστής | σμηνίας |
δεκανέας | δίοπος | υποσμηνίας |
Οπλίτες | ||
υποδεκανέας | υποδίοπος | ανθυποσμηνίας |
στρατιώτης | ναύτης | σμηνίτης |
- ⮡ Ο στρατάρχης Πατρίς ντε Μακ Μαόν (Patrice de Mac Mahon) διετέλεσε πρόεδρος της Γαλλίας από τις 24 Μαΐου 1873 μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 1879.
Συγγενικά
επεξεργασία- στραταρχία
- στραταρχικός
- → δείτε τις λέξεις στρατός και άρχω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΆλλοι βαθμοί:
- αρχιστράτηγος
- στόλαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- αιθεράρχης (πολεμική αεροπορία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατάρχης