αιθεράρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααιθεράρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, σπάνιο) στρατάρχης (αρχιπτέραρχος) ή επικεφαλής της πολεμικής αεροπορίας, ή ανώτατος αξιωματικός σε επιτελική θέση
- ※ Αυτό φαίνεται από τις αλλεπάλληλες επισκέψεις υψηλόβαθμων ∆ιοικητών της περιοχής και κυρίως του Αιθεράρχη της RAF Λόρδου Trenchard.
- Επετειακή (ηλεκτρονική) έκδοση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βετεράνων Αεροπορίας, Οι μοίρες της ερήμου (Αθήνα: 2004), [σ. 53]· πρόσβαση: 2019-08-31.
- ※ Ο Αιθεράρχης και Αναπληρωτής Επιτελάρχης Αεροπορίας Μπότομλυ μετέφερε τις επιφυλάξεις του στον Χάρρις.
- Alastair Parker, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, μετάφραση στα ελληνικά: Γρηγόρης Κονδύλης (Αθήνα: Θύραθεν, 2018, ISBN 960-8097-22-3), σσ. 218-219.
- ※ Όταν ο αιθεράρχης της Λούφτβαφε, Έρχαρτ Μιλχ, αιχμαλωτίστηκε εκείνη την ημέρα κοντά στο Νόυστατ […].
- A.T. Williams, Οι μεγάλες δίκες του Β' Παγκοσμίου Pολέμου, μετάφραση στα ελληνικά: Ελένη Αστερίου (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017, ISBN 978-618-03-0696-5)· πρόσβαση: 2019-08-31.
- ※ Ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της Νιγηρίας, ο Αιθεράρχης Άλεξ Μπάντε, ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι […].
- «Νιγηρία: Κοντά στην απελευθέρωση των 200 μαθητριών βρίσκεται η κυβέρνηση», Τα Νέα [online έκδ.] (18 Οκτωβρίου 2014)· πρόσβαση: 2019-08-31.
- ※ Αυτό φαίνεται από τις αλλεπάλληλες επισκέψεις υψηλόβαθμων ∆ιοικητών της περιοχής και κυρίως του Αιθεράρχη της RAF Λόρδου Trenchard.
Σημειώσεις
επεξεργασία- από τις (περιορισμένες) χρήσεις του όρου προκύπτουν διαφοροποιημένες σημασίες και δεν είναι σαφές αν πρόκειται για συγκεκριμένο βαθμό ή τίτλο θέσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αιθεράρχης
|