Δείτε επίσης: αιθέραρχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιθεράρχης οι αιθεράρχες
      γενική του αιθεράρχη των αιθεραρχών
    αιτιατική τον αιθεράρχη τους αιθεράρχες
     κλητική αιθεράρχη αιθεράρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθεράρχης < αιθέρας + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθεράρχης αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • από τις (περιορισμένες) χρήσεις του όρου προκύπτουν διαφοροποιημένες σημασίες και δεν είναι σαφές αν πρόκειται για συγκεκριμένο βαθμό ή τίτλο θέσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία