↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραταρχία οι στραταρχίες
      γενική της στραταρχίας των στραταρχιών
    αιτιατική τη στραταρχία τις στραταρχίες
     κλητική στραταρχία στραταρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραταρχία < ελληνιστική κοινή στραταρχία[1] < αρχαία ελληνική στρατάρχης < στρατός + ἄρχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στραταρχία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στραταρχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.