Ουσιαστικό

επεξεργασία

lieutenant (en)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) (στρατιωτικός όρος) υπολοχαγός, υποσμηναγός, υποπλοίαρχος, υπαστυνόμος, υπαρχηγός αστυνομίας
  2. υπαρχηγός



      ενικός         πληθυντικός  
lieutenant lieutenants

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lieutenant (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο υπολοχαγός