↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπαρχηγός οι υπαρχηγοί
      γενική του υπαρχηγού των υπαρχηγών
    αιτιατική τον υπαρχηγό τους υπαρχηγούς
     κλητική υπαρχηγέ υπαρχηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπαρχηγός < υπ- + αρχηγός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-chef) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.paɾ.çiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐παρ‐χη‐γός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπαρχηγός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία