υπαρχηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαρχηγός < υπ- + αρχηγός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-chef) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.paɾ.çiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐παρ‐χη‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπαρχηγός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπαρχηγός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ υπαρχηγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας