Ετυμολογία

επεξεργασία
κατώτερος αξιωματικός <  δείτε τις λέξεις κατώτερος και αξιωματικός

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κατώτερος αξιωματικός αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτική ιεραρχία) αξιωματικός με βαθμό ίσο ή κατώτερο του λοχαγού για το στρατό ξηράς (ή του αντίστοιχου για τους υπόλοιπους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και των σωμάτων ασφαλείας)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία