Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωθυπολοχαγός οι πρωθυπολοχαγοί
      γενική του πρωθυπολοχαγού των πρωθυπολοχαγών
    αιτιατική τον πρωθυπολοχαγό τους πρωθυπολοχαγούς
     κλητική πρωθυπολοχαγέ πρωθυπολοχαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωθυπολοχαγός < πρωθ- + υπο- + λοχαγός.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωθυπολοχαγός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία