λοχαγέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
λοχαγέ αρσενικό ή θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
λοχαγέ αρσενικό
- (δωρικός τύπος ) κλητική ενικού του λοχαγός
λοχαγέ αρσενικό ή θηλυκό
λοχαγέ αρσενικό