Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swarm swarms

swarm (en)

  • το σμήνος, μια μεγάλη ομάδα εντόμων, ιδίως μελισσών, που κινούνται μαζί προς την ίδια κατεύθυνση
    In every swarm of bees, there is only one female individual that is fully formed, the queen.
    Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό άτομο με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
ενεστώτας swarm
γ΄ ενικό ενεστώτα swarms
αόριστος swarmed
παθητική μετοχή swarmed
ενεργητική μετοχή swarming

swarm (en)