Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμηναρχία οι σμηναρχίες
      γενική της σμηναρχίας των σμηναρχιών
    αιτιατική τη σμηναρχία τις σμηναρχίες
     κλητική σμηναρχία σμηναρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμηναρχία < σμήναρχ(ος) + -ία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zmi.naɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμη‐ναρ‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμηναρχία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία