αράδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αράδιασμα < αραδιά(ζω) + -σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααράδιασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραδιάζω
- η τοποθέτηση παρόμοιων αντικειμένων σε μια σειρά
- (συνήθως μειωτικό) η παράθεση ή η απαρίθμηση με τη σειρά κάποιων γεγονότων ή επιχείρημάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αράδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αράδιασμα
|