Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραδιαστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αραδιαστ
ός
η
αραδιαστ
ή
το
αραδιαστ
ό
γενική
του
αραδιαστ
ού
της
αραδιαστ
ής
του
αραδιαστ
ού
αιτιατική
τον
αραδιαστ
ό
την
αραδιαστ
ή
το
αραδιαστ
ό
κλητική
αραδιαστ
έ
αραδιαστ
ή
αραδιαστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αραδιαστ
οί
οι
αραδιαστ
ές
τα
αραδιαστ
ά
γενική
των
αραδιαστ
ών
των
αραδιαστ
ών
των
αραδιαστ
ών
αιτιατική
τους
αραδιαστ
ούς
τις
αραδιαστ
ές
τα
αραδιαστ
ά
κλητική
αραδιαστ
οί
αραδιαστ
ές
αραδιαστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραδιαστός
<
αράδιασ(μα)
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
αραδιαστός, -ή, -ό
που είναι
τοποθετημένος
σε μια
αράδα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αραδιασμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αράδιαστος
Συγγενικά
επεξεργασία
αραδιαστά
→
δείτε
τη λέξη
αράδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραδιαστός
αγγλικά
:
arranged
(en)
,
ranged
(en)