↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραδιασμένος η αραδιασμένη το αραδιασμένο
      γενική του αραδιασμένου της αραδιασμένης του αραδιασμένου
    αιτιατική τον αραδιασμένο την αραδιασμένη το αραδιασμένο
     κλητική αραδιασμένε αραδιασμένη αραδιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραδιασμένοι οι αραδιασμένες τα αραδιασμένα
      γενική των αραδιασμένων των αραδιασμένων των αραδιασμένων
    αιτιατική τους αραδιασμένους τις αραδιασμένες τα αραδιασμένα
     κλητική αραδιασμένοι αραδιασμένες αραδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αραδιασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία