ouvrir
(Ανακατεύθυνση από s'ouvrir)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ouvrir < (κληρονομημένο) μέση γαλλική ouvrir < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική ovrir, obrir < λατινική aperīre
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαouvrir (fr)
ouvrir (fr)