περιτύλιγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτύλιγμα < (περιτυλίσσω περι-τυλικ (τυλικ-σα τύλιξα) + -μα με μετατροπή [km] > [ɣm][1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιτύλιγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του περιτυλίγω ή το μέσο που χρησιμοποιούμε για να τυλίξουμε (συνήθως χαρτί)
- τι όμορφο κουτί! και τι κορδέλες! Το περιτύλιγμα αξίζει περισσότερο από το δώρο!
Συνώνυμα επεξεργασία
- αμπαλάζ (από τα γαλλικά)
Εκφράσεις επεξεργασία
- χαρτί περιτυλίγματος
Συγγενικά επεξεργασία
- περιτυλίγω
- περιτύλιξη
- περιτυλίσσω
- και → δείτε τη λέξη τυλίγω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ περιτύλιγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας