Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιτύλιξη οι περιτυλίξεις
      γενική της περιτύλιξης* των περιτυλίξεων
    αιτιατική την περιτύλιξη τις περιτυλίξεις
     κλητική περιτύλιξη περιτυλίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιτυλίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Περιτύλιξη στάτορα φράγματος υδροηλεκτρικής ενέργειας με πηνία για την παραγωγή ρεύματος. Στο κενό εντός του στάτορα θα εισέλθει κάθετα ο ρότορας υπό γωνία 90 μοιρών.

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιτύλιξη < περιτυλίγω + -ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιτύλιξη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία