Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
swathe swathes

swathe (en)

  1. επίδεσμος
     συνώνυμα: bandage
  2. έκταση, περιοχή, ζώνη
     συνώνυμα: swath
ενεστώτας swathe
γ΄ ενικό ενεστώτα swathes
αόριστος swathed
παθητική μετοχή swathed
ενεργητική μετοχή swathing

swathe (en)

  1. επιδένω, δένω με επίδεσμο
    ⮡  The doctor swathed the wounds with bandages.
    Ο γιατρός επίδεσε τις πληγές με επιδέσμους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bandage
  2. τυλίγω με πολλές στρώσεις υφάσματος