swathe
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
swathe | swathes |
swathe (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | swathe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | swathes |
αόριστος | swathed |
παθητική μετοχή | swathed |
ενεργητική μετοχή | swathing |
swathe (en)