καμπουριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπουριάζω < καμπούρ(ης) + -ιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kam.buɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπου‐ριά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαμπουριάζω, αόρ.: καμπούριασα, μτχ.π.π.: καμπουριασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- καμπουριασμένος
- καμπούριασμα
- → δείτε τη λέξη καμπούρης