slouch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | slouch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slouches |
αόριστος | slouched |
παθητική μετοχή | slouched |
ενεργητική μετοχή | slouching |
Ρήμα
επεξεργασία- καμπουριάζω, δεν στέκομαι ευθυτενώς
- ⮡ Keep your back straight, don’t slouch.
- Κράτα το κορμί σου ίσιο, μην καμπουριάζεις.
- ⮡ Keep your back straight, don’t slouch.