hump
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hump | humps |
Ουσιαστικό επεξεργασία
hump (en)
- το κύρτωμα, μεγάλη μάζα που προεξέχει πάνω από την επιφάνεια κάποιου πράγματος, ειδικά από το έδαφος
- ↪ a hump in the ground - κύρτωμα του εδάφους
- ↪ speed humps - κυρτώματα οδοστρώματος