Ετυμολογία

επεξεργασία
insert < λατινική insertus < insero

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insert inserts

insert (en)

ενεστώτας insert
γ΄ ενικό ενεστώτα inserts
αόριστος inserted
παθητική μετοχή inserted
ενεργητική μετοχή inserting

insert (en)

  1. εισάγω, βάζω, καταχωρίζω
    ⮡  I insert an item into an accounting book.
    Βάζω ένα κονδύλι σε λογιστικό βιβλίο.
    ⮡  I insert an advertisement into a newspaper.
    Καταχωρίζω αγγελία σε εφημερίδα.
     συνώνυμα: put, → και δείτε τη λέξη record
  2. παρεμβάλλω
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 435-436. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καταχωρίζω