insert
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
insert | inserts |
insert (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | insert |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inserts |
αόριστος | inserted |
παθητική μετοχή | inserted |
ενεργητική μετοχή | inserting |
insert (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 435-436. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταχωρίζω