Δείτε επίσης: εμβολιασμός, εμβόλιμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβολισμός οι εμβολισμοί
      γενική του εμβολισμού των εμβολισμών
    αιτιατική τον εμβολισμό τους εμβολισμούς
     κλητική εμβολισμέ εμβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβολισμός < εμβολίζω + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβολισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εμβολισμός οἱ εμβολισμοί
      γενική τοῦ εμβολισμοῦ τῶν εμβολισμῶν
      δοτική τῷ εμβολισμ τοῖς εμβολισμοῖς
    αιτιατική τὸν εμβολισμόν τοὺς εμβολισμούς
     κλητική ! εμβολισμέ εμβολισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εμβολισμώ
γεν-δοτ τοῖν  εμβολισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβολισμός < αρχαία ελληνική ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβολισμός αρσενικό