• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμβολιασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβολιασμός οι εμβολιασμοί
      γενική του εμβολιασμού των εμβολιασμών
    αιτιατική τον εμβολιασμό τους εμβολιασμούς
     κλητική εμβολιασμέ εμβολιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εμβολιασμός < εμβολιάζω + -μός
  • για τη βοτανική < μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική μπόλιασμα
διαδικασία εμβολιασμού

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμβολιασμός αρσενικό

  1. (ιατρική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
  2. (βοτανική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
    ≈ συνώνυμα: μπόλιασμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εμβολιασμός
  • αγγλικά : vaccination (en), grafting (en)
  • γαλλικά : vaccination (fr)
  • γερμανικά : Impfung (de)
  • ρωσικά : вакцинация (ru) -->
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμβολιασμός&oldid=5470504"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:36

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 19:36.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας