μπόλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπόλιασμα < μπολιάζω + -μα < μπόλι < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπόλιασμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (βοτανική) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπολιάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μπόλιασμα στη Βικιπαίδεια