ἐμβόλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἐμβόλιον | τὰ | ἐμβόλιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐμβολίου | τῶν | ἐμβολίων | ||||
δοτική | τῷ | ἐμβολίῳ | τοῖς | ἐμβολίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἐμβόλιον | τὰ | ἐμβόλιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἐμβόλιον | ἐμβόλιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐμβολίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐμβολίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐμβόλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔμβολ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον < ἐμβάλλω [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐμβόλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- κάτι που ρίχνεται, που βάλλεται), ακόντιο
- επεισόδιο, ιντερλούδιο
- μικρό δίχτυ που γεμίζει ένα κενό
- ένθεμα, ένθετο κόσμημα
Δείτε επίσης
επεξεργασίακαι στην καθαρεύουσα ἐμβόλιον
- (παρωχημένο) πένθιμο ύφασμα
- ※ νυκτερινὸς ἐξάπλωσεν / ἔρεβος τὰ πλατέα / πένθιμα ἐμβόλια. (Ανδρέας Κάλβος, ποιητική συλλογή Ωδαί, «Ωκεανός»)
- το εμβόλιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμβόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐμβόλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.