ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐμβόλιον τὰ ἐμβόλι
      γενική τοῦ ἐμβολίου τῶν ἐμβολίων
      δοτική τῷ ἐμβολί τοῖς ἐμβολίοις
    αιτιατική τὸ ἐμβόλιον τὰ ἐμβόλι
     κλητική ! ἐμβόλιον ἐμβόλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμβολίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐμβολίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμβόλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔμβολ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον < ἐμβάλλω [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐμβόλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. κάτι που ρίχνεται, που βάλλεται), ακόντιο
  2. επεισόδιο, ιντερλούδιο
  3. μικρό δίχτυ που γεμίζει ένα κενό
  4. ένθεμα, ένθετο κόσμημα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

και στην καθαρεύουσα ἐμβόλιον

  1. (παρωχημένο) πένθιμο ύφασμα
    ※  νυκτερινὸς ἐξάπλωσεν / ἔρεβος τὰ πλατέα / πένθιμα ἐμβόλια. (Ανδρέας Κάλβος, ποιητική συλλογή Ωδαί, «Ωκεανός»)
  2. το εμβόλιο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εμβόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.