Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιντερλούδιο τα ιντερλούδια
      γενική του ιντερλούδιου των ιντερλούδιων
    αιτιατική το ιντερλούδιο τα ιντερλούδια
     κλητική ιντερλούδιο ιντερλούδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιντερλούδιο < ιταλική interludio (δραματικό ιντερμέδιο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιντερλούδιο ουδέτερο

  1. δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο που εκτελείται στη διάρκεια ενός θεάματος
  2. (μουσική) μουσικό κομμάτι που χρησιμεύει σαν μετάβαση μεταξύ δυο πράξεων ή δυο σκηνών ενός θεατρικού έργου
  3. (μουσική) ονομασία που δίνουν μερικές φορές σε επεισόδιο φούγκας
  4. (μουσική) στο εκκλησιαστικό όργανο, μικρός αυτοσχεδιασμός μεταξύ δυο στροφών ύμνου, ψαλμού ή χορικού

  Μεταφράσεις επεξεργασία