intervalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intervalo | intervaloj |
αιτιατική | intervalon | intervalojn |
intervalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intervalo | intervaloj |
αιτιατική | intervalon | intervalojn |
intervalo (eo)