ιντερμέδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιντερμέδιο < (ορθογραφικό δάνειο) ιταλική intermedio[1] < λατινική intermedius < inter + medius
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /in.teɾˈme.ði.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιντερμέδιο ουδέτερο
- (θέατρο) παρεμβολή ανάμεσα σε δύο πράξεις ενός θεατρικού (ή άλλου) έργου, με σχετική (ή απόλυτη) αυτοτέλεια σε σχέση με το υπόλοιπο έργο
- (κατ’ επέκταση) ενδιάμεσο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
επεξεργασία- ιντερμέτζο
- → δείτε τη λέξη μέσος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιντερμέδιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ιντερμέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας