μπολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπολιάζω < μπόλ(ι) + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαμπολιάζω, αόρ.: μπόλιασα, παθ.φωνή: μπολιάζομαι, π.αόρ.: μπολιάστηκα, μτχ.π.π.: μπολιασμένος
- (γεωπονία) εισάγω σε φυτό ενδόφθαλμο κλαδί (μάτι) άλλου φυτού (μπόλι) για να το ενισχύσω ή ν' αλλάξω καλλιέργεια
- ≈ συνώνυμα: λογιότερα: ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω → δείτε και τη λέξη εμβολιάζω
- (μεταφορικά) συνδυάζω ετερόκλητα στοιχεία, για να ενισχύσω ή βελτιώσω κάτι
- (σπανιότερα λαϊκότροπο) εμβολιάζω (όχι φυτό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπολιάζω | μπόλιαζα | θα μπολιάζω | να μπολιάζω | μπολιάζοντας | |
β' ενικ. | μπολιάζεις | μπόλιαζες | θα μπολιάζεις | να μπολιάζεις | μπόλιαζε | |
γ' ενικ. | μπολιάζει | μπόλιαζε | θα μπολιάζει | να μπολιάζει | ||
α' πληθ. | μπολιάζουμε | μπολιάζαμε | θα μπολιάζουμε | να μπολιάζουμε | ||
β' πληθ. | μπολιάζετε | μπολιάζατε | θα μπολιάζετε | να μπολιάζετε | μπολιάζετε | |
γ' πληθ. | μπολιάζουν(ε) | μπόλιαζαν μπολιάζαν(ε) |
θα μπολιάζουν(ε) | να μπολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπόλιασα | θα μπολιάσω | να μπολιάσω | μπολιάσει | ||
β' ενικ. | μπόλιασες | θα μπολιάσεις | να μπολιάσεις | μπόλιασε | ||
γ' ενικ. | μπόλιασε | θα μπολιάσει | να μπολιάσει | |||
α' πληθ. | μπολιάσαμε | θα μπολιάσουμε | να μπολιάσουμε | |||
β' πληθ. | μπολιάσατε | θα μπολιάσετε | να μπολιάσετε | μπολιάστε | ||
γ' πληθ. | μπόλιασαν μπολιάσαν(ε) |
θα μπολιάσουν(ε) | να μπολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπολιάσει | είχα μπολιάσει | θα έχω μπολιάσει | να έχω μπολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπολιάσει | είχες μπολιάσει | θα έχεις μπολιάσει | να έχεις μπολιάσει | έχε μπολιασμένο | |
γ' ενικ. | έχει μπολιάσει | είχε μπολιάσει | θα έχει μπολιάσει | να έχει μπολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπολιάσει | είχαμε μπολιάσει | θα έχουμε μπολιάσει | να έχουμε μπολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπολιάσει | είχατε μπολιάσει | θα έχετε μπολιάσει | να έχετε μπολιάσει | έχετε μπολιασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μπολιάσει | είχαν μπολιάσει | θα έχουν μπολιάσει | να έχουν μπολιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπολιασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπολιασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπολιασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπολιασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπολιάζομαι | μπολιαζόμουν(α) | θα μπολιάζομαι | να μπολιάζομαι | ||
β' ενικ. | μπολιάζεσαι | μπολιαζόσουν(α) | θα μπολιάζεσαι | να μπολιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | μπολιάζεται | μπολιαζόταν(ε) | θα μπολιάζεται | να μπολιάζεται | ||
α' πληθ. | μπολιαζόμαστε | μπολιαζόμαστε μπολιαζόμασταν |
θα μπολιαζόμαστε | να μπολιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | μπολιάζεστε | μπολιαζόσαστε μπολιαζόσασταν |
θα μπολιάζεστε | να μπολιάζεστε | (μπολιάζεστε) | |
γ' πληθ. | μπολιάζονται | μπολιάζονταν μπολιαζόντουσαν |
θα μπολιάζονται | να μπολιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπολιάστηκα | θα μπολιαστώ | να μπολιαστώ | μπολιαστεί | ||
β' ενικ. | μπολιάστηκες | θα μπολιαστείς | να μπολιαστείς | μπολιάσου | ||
γ' ενικ. | μπολιάστηκε | θα μπολιαστεί | να μπολιαστεί | |||
α' πληθ. | μπολιαστήκαμε | θα μπολιαστούμε | να μπολιαστούμε | |||
β' πληθ. | μπολιαστήκατε | θα μπολιαστείτε | να μπολιαστείτε | μπολιαστείτε | ||
γ' πληθ. | μπολιάστηκαν μπολιαστήκαν(ε) |
θα μπολιαστούν(ε) | να μπολιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μπολιαστεί | είχα μπολιαστεί | θα έχω μπολιαστεί | να έχω μπολιαστεί | μπολιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις μπολιαστεί | είχες μπολιαστεί | θα έχεις μπολιαστεί | να έχεις μπολιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μπολιαστεί | είχε μπολιαστεί | θα έχει μπολιαστεί | να έχει μπολιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μπολιαστεί | είχαμε μπολιαστεί | θα έχουμε μπολιαστεί | να έχουμε μπολιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μπολιαστεί | είχατε μπολιαστεί | θα έχετε μπολιαστεί | να έχετε μπολιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μπολιαστεί | είχαν μπολιαστεί | θα έχουν μπολιαστεί | να έχουν μπολιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπολιασμένος - είμαστε, είστε, είναι μπολιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπολιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπολιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπολιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπολιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπολιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπολιασμένοι |