Ετυμολογία

επεξεργασία
μπολιάζω < μπόλ(ι) + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική μπόλι < ελληνιστική κοινή ἐμβόλιον < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < ἐν + βάλλω

μπολιάζω, αόρ.: μπόλιασα, παθ.φωνή: μπολιάζομαι, π.αόρ.: μπολιάστηκα, μτχ.π.π.: μπολιασμένος

  1. (γεωπονία) εισάγω σε φυτό ενδόφθαλμο κλαδί (μάτι) άλλου φυτού (μπόλι) για να το ενισχύσω ή ν' αλλάξω καλλιέργεια
     συνώνυμα: λογιότερα: ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω → δείτε και τη λέξη εμβολιάζω
  2. (μεταφορικά) συνδυάζω ετερόκλητα στοιχεία, για να ενισχύσω ή βελτιώσω κάτι
  3. (σπανιότερα λαϊκότροπο) εμβολιάζω (όχι φυτό)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία