Δείτε επίσης: ἐνοφθαλμίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενοφθαλμίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνοφθαλμίζω < ἐν + ὀφθαλμός

ενοφθαλμίζω, αόρ.: ενοφθάλμισα, παθ.φωνή: ενοφθαλμίζομαι, π.αόρ.: ενοφθαλμίστηκα, μτχ.π.π.: ενοφθαλμισμένος

  1. (βοτανική) εφαρμόζω ενοφθαλμισμό σε φυτό
     συνώνυμα: εγκεντρίζω, εμβολιάζω, εμφυλλίζω, κεντρώνω, μπολιάζω, μεταμοσχεύω
  2. (μεταφορικά) εισάγω και χρησιμοποιώ με δημιουργικό τρόπο
    ※  Θα ήταν ωστόσο λάθος να πούμε ότι η Αμοργός του Γκάτσου αναδύεται αποκλειστικά από αυτό το σκηνικό. Στην πραγματικότητα κατάγεται από τη δεκαετία του τριάντα και από τις τότε αναζητήσεις στην Ελλάδα να βρεθεί ένας τρόπος γραφής που να ενοφθαλμίζει στα εντόπια τους ευρωπαϊκούς τρόπους. (*avgi.gr)
  3. (ιατρική) εμβολιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία