Δείτε επίσης: οφθαλμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀφθαλμός οἱ ὀφθαλμοί
      γενική τοῦ ὀφθαλμοῦ
ὀφθαλμοῖο (επικός)
τῶν ὀφθαλμῶν
      δοτική τῷ ὀφθαλμ τοῖς ὀφθαλμοῖς
ὀφθαλμοῖσι(ν(επικός)
    αιτιατική τὸν ὀφθαλμόν τοὺς ὀφθαλμούς
     κλητική ! ὀφθαλμέ ὀφθαλμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀφθαλμώ
τὠφθαλμώ (κράση)
γεν-δοτ τοῖν  ὀφθαλμοῖν
ὀφθαλμοῖῐν (επικός)
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  • Από τη ρίζα ὀπ- (ρήμα ὁράω - ὁρῶ , παρακείμενος ὄπωπα, μέλλοντας ὄψομαι) / οπτ- / *ὀφθ- + πρόσφυμα -αλ- + -μος. Ο J.P. Hofmann (Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής) αποκρούει την ανάλυση σε *οπσ-θαλμός και την ετυμολογική σχέση με το θάλαμος. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η συνώνυμη λέξη ὄμμα. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀφθαλμός, -οῦ αρσενικό

  1. (ανατομία) οφθαλμός, μάτι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 349 (στίχοι 348-350)
    ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες, ἐνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω | αἵματος ὀφθαλμοί· τὸ δ᾽ ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας | πρῆσε χανών· θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν.
    αίμα τα μάτια γέμισαν, τα δόντια πεταχθήκαν | κι αίμα απ᾽ το στόμα ολάνοικτο φυσά και απ᾽ τα ρουθούνια | και αυτού τον ζώνει σύννεφον ολόμαυρο θανάτου.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 397 (στίχοι 396-397)
    ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν | ἐξέρυσ᾽ ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.
    εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο παγωμένοι· | τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 219
    δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν,
    Δικαιοσύνη τα μάτια των ανθρώπων δεν γνωρίζουν.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) χειρουργικός επίδεσμος που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια
  3. το μάτι του κυβερνήτη ή του ηγεμόνα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 267
    πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμὸς καὶ πάντα νοήσας
    Όλα τα βλέπει του Δία ο οφθαλμός κι όλα τα νιώθει,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 12.20
    οὕτω δ᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ τἆλλα μοι δοκεῖ δεσπότου ὀφθαλμὸς τὰ καλά τε κἀγαθὰ μάλιστα ἐργάζεσθαι.
    Το ίδιο και για τα άλλα πράγματα, Σωκράτη», είπε, «είναι κάτω από το μάτι του αφέντη που γίνονται οι σωστές και καλές δουλειές».
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. (βοτανική) (για φυτά, δέντρα) μπουμπούκι, ανθός
  5. (αρχιτεκτονική) τμήμα των ελίκων του Ιονικού κιονόκρανου
  6. καθετί το πολυτιμότατο και άριστο, ο πιο αγαπητός, ο καλύτερος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw 2.8-2.10
    καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ | ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ, Σικελίας τ᾽ ἔσαν | ὀφθαλμός
    Εκείνων η καρδιά ετράβηξε πολλά, | ώσπου να πάρουν την ιερή πλάι στο ποτάμι πόλη, και ήταν της Σικελίας | ο οφθαλμός.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 406
    εἷς παῖς ὅδ᾽ ἦν μοι λοιπός, ὀφθαλμὸς βίου·
    Ένα παιδί μού απόμεινε, φως των ματιών μου,
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη ὁράω