Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεγαλόφθαλμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεγαλόφθαλμ
ος
η
μεγαλόφθαλμ
η
το
μεγαλόφθαλμ
ο
γενική
του
μεγαλόφθαλμ
ου
της
μεγαλόφθαλμ
ης
του
μεγαλόφθαλμ
ου
αιτιατική
τον
μεγαλόφθαλμ
ο
τη
μεγαλόφθαλμ
η
το
μεγαλόφθαλμ
ο
κλητική
μεγαλόφθαλμ
ε
μεγαλόφθαλμ
η
μεγαλόφθαλμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεγαλόφθαλμ
οι
οι
μεγαλόφθαλμ
ες
τα
μεγαλόφθαλμ
α
γενική
των
μεγαλόφθαλμ
ων
των
μεγαλόφθαλμ
ων
των
μεγαλόφθαλμ
ων
αιτιατική
τους
μεγαλόφθαλμ
ους
τις
μεγαλόφθαλμ
ες
τα
μεγαλόφθαλμ
α
κλητική
μεγαλόφθαλμ
οι
μεγαλόφθαλμ
ες
μεγαλόφθαλμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεγαλόφθαλμος
<
μεγάλος
+
οφθαλμός
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλόφθαλμος
αυτός που έχει μεγάλους οφθαλμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεγαλόφθαλμος