μεγαλόφθαλμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμεγαλόφθαλμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μεγαλόφθαλμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μεγαλόφθαλμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεγαλόφθαλμος