ανθός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανθός | οι | ανθοί |
γενική | του | ανθού | των | ανθών |
αιτιατική | τον | ανθό | τους | ανθούς |
κλητική | ανθέ | ανθοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθός < μεσαιωνική ελληνική ἀνθός, ἀθθός, ἀθός (πρβλ. ἀθθυμίζω < ἐνθυμίζομαι) < αρχαία ελληνική ἄνθος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θός
- τονικό παρώνυμο: άνθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) το άνθος
- το σύνολο των ανθέων ενός φυτού
- (μεταφορικά) η ακμή, η παρθενία, οι νέοι (ως σύνολο)
- ο ανθός του στρατού: οι νεοσύλλεκτοι μετά την ορκωμοσία τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανθός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας