Δείτε επίσης: άνθος, ανθός

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄνθος ουδέτερο

  1. (λουλούδι) το άνθος, το λουλούδι
  2. (μεταφορικά) η χάρη, η δροσιά ('ανθρώπου, προσώπου)
  3. (μεταφορικά) στολίδι
  4. (προσφώνηση) αγαπημένου προσώπου
  5. (μεταφορικά) εκλεκτό μέρος ενός συνόλου, η αφρόκρεμα
  6. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα, ο καρπός

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἄθος, και γραφή ἄθθος
     δείτε και τη λέξη άθος (ιδιωματικοί νεοελληνικοί τύποι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία




Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 104-105 σελ. 104 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.