άθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- άθος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄθος, τύπος του ἄνθος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- άθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άθος αρσενικό
- (ιδιωματικό)
- η στάχτη, η τέφρα
- (μεταφορικά) καταστροφή
Μορφές
επεξεργασίαΠαραδείγματα
επεξεργασία- (κρητικά) αρσενικό, πληθυντικός: άθουδες
- Σηκώνω τον άθο από την παραστιά
- Ο κάτης εκυλίστηκε 'ς τσοί άθουδες.
- επήε το σπαρμένο μου άθος (κάηκε)
- (κατάρα:) να μην κάνει, θεέ μου, όπου και να πάει, η τσιμιά του άθος (κυριολεκτικά: όπου και να πάει, η εστία του (το τζάκι του) να μην κάνει στάχτη), να μη στεριώσει σε κανέναν τόπο
- (Κάλυμνος)
- Μάεψε το νάτθο 'πού το φούρνο
- «νάτθο 'ς τα μάτζα» (στάχτη στα μάτια)
- (Μεγίστη, κατάρα:) άθος να γίνεις!
- (Σύμη) Βάλε μου κομμάτιν-ν άτθο
- (Ρόδος) έγινεν άθος (αποτεφρώθηκε, κάηκε)
Συγγενικά
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- άθος < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- άνθος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης» / ΙΛΝΕ@TLG στο Thesaurus Linguae Graecae online έως το λήμμα «δόγης»
σελ.309 - τόμος 1, 1933.