Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφρόκρεμα οι αφρόκρεμες
      γενική της αφρόκρεμας
    αιτιατική την αφρόκρεμα τις αφρόκρεμες
     κλητική αφρόκρεμα αφρόκρεμες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφρόκρεμα < αφρό- + κρέμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈfɾo.kɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φρό‐κρε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφρόκρεμα θηλυκό

  1. η αφρώδης λιπαρή κρέμα που τοποθετείται στην κορυφή κάποιων γλυκών ή γλυκισμάτων
  2. (οικείο, μεταφορικά) το πιο εκλεκτό υποσύνολο ενός συνόλου
     συνώνυμα: ελίτ, ΑΑ
  3. (οικείο, μεταφορικά) αριστοκρατία
  4.  συνώνυμα: κρεμ ντε λα κρεμ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία