αφρόκρεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfɾo.kɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρό‐κρε‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφρόκρεμα θηλυκό
- η αφρώδης λιπαρή κρέμα που τοποθετείται στην κορυφή κάποιων γλυκών ή γλυκισμάτων
- (οικείο, μεταφορικά) το πιο εκλεκτό υποσύνολο ενός συνόλου
- (οικείο, μεταφορικά) αριστοκρατία
- ≈ συνώνυμα: κρεμ ντε λα κρεμ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάτι εκλεκτό