Δείτε τις παραλλαγές: ελληνικά: Α, ΑΑ Α΄, ͵Α, α, αα, α΄, ͵α. λατινικά: A, AA, AAA, a. κυριλλικά А, а - αυτή η σελίδα είναι για το ελληνικό ΑΑ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Α.Α. > αρχικά γράμμα άλφα κεφαλαίο Α των λέξεων: δείτε τους ορισμούς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈalfa ˈalfa/ ως αρκτικόλεξο)

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Α. αρκτικόλεξο ή συντομογραφία

  1. (ανεπίσημο, διαβάθμιση ποιότητας, αρκτικόλεξο) «Άλφα Άλφα»: πρώτης και καλής ποιότητας
    για τις μπαταρίες, δείτε τη σήμανση AA (λατινικό A), επίσης, AAA
  2. (θηλυκό συντομογραφία) Αρχιεπισκοπή Αθηνών
  3. (αρσενικό συντομογραφία) Αύξων Αριθμός
    άλλες μορφές: α/α
  4. Ανώνυμοι Αλκοολικοί : ελληνική συντομογραφή της οργάνωσης υποστήριξης αλκοολικών, ισοδύναμη της αγγλικής AA (λατινικό αλφάβητο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία