αα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
α.α. συντομογραφία
- (αρσενικό, συντομογραφία) αύξων αριθμός → δείτε και τις γραφές α/α και ΑΑ
- (αρσενικό, συντομογραφία) αριθμός αντιτύπου (συνήθως σε έργα τέχνης, βιβλία, έγγραφα κ.λπ.)
- (συντομογραφία) αντ΄ αυτού (σε έγγραφα - σήματα όταν υπογράφεται έναντι άλλου)
- (συντομογραφία) άνευ αγώνος (σε αθλητικές διοργανώσεις)
- → δείτε και το αρκτικόλεξο ΑΑ