Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crème crèmes

crème (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crème crèmes

crème (fr) θηλυκό

  1. η κρέμα
  2. (οικείο) εύκολη δουλειά
  3. (οικείο) ο καλύτερος σε έναν τομέα