αφρώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | αφρώδης | αφρώδης | αφρώδες |
γενική | αφρώδους | αφρώδους | αφρώδους |
αιτιατική | αφρώδη | αφρώδη | αφρώδες |
κλητική | αφρώδη(ς) | αφρώδης | αφρώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | αφρώδεις | αφρώδεις | αφρώδη |
γενική | αφρωδών | αφρωδών | αφρωδών |
αιτιατική | αφρώδεις | αφρώδεις | αφρώδη |
κλητική | αφρώδεις | αφρώδεις | αφρώδη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αφρώδης, -ης, -ες