Δείτε επίσης: Ἀνθηδών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνθηδών αἱ ἀνθηδόνες
      γενική τῆς ἀνθηδόνος τῶν ἀνθηδόνων
      δοτική τῇ ἀνθηδόν ταῖς ἀνθηδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀνθηδόν τὰς ἀνθηδόνᾰς
     κλητική ! ἀνθηδών ἀνθηδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνθηδόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀνθηδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνθηδών < ἄνθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνθηδών θηλυκό

  1. είδος μουσμουλιάς
  2. η μέλισσα

  Πηγές επεξεργασία