ἀνθηδών
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀνθηδών | αἱ | ἀνθηδόνες |
γενική | τῆς | ἀνθηδόνος | τῶν | ἀνθηδόνων |
δοτική | τῇ | ἀνθηδόνῐ | ταῖς | ἀνθηδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀνθηδόνᾰ | τὰς | ἀνθηδόνᾰς |
κλητική ὦ! | ἀνθηδών | ἀνθηδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνθηδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθηδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνθηδών < ἄνθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνθηδών θηλυκό
- είδος μουσμουλιάς
- η μέλισσα
Πηγές επεξεργασία
- ἀνθηδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.