μουσμουλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουσμουλιά | οι | μουσμουλιές |
γενική | της | μουσμουλιάς | των | μουσμουλιών |
αιτιατική | τη | μουσμουλιά | τις | μουσμουλιές |
κλητική | μουσμουλιά | μουσμουλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουσμουλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουσμουλιά θηλυκό
- (δέντρο) αειθαλής θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Eriobotrya japonica) με οδοντωτά φύλλα και λευκά άνθη· κατάγεται από την Κίνα και παράγει εδώδιμους κίτρινους καρπούς, τα μούσμουλα