ανθών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανθών | η | ανθούσα | το | ανθούν |
γενική | του | ανθούντος & ανθούντα1 |
της | ανθούσας & ανθούσης* |
του | ανθούντος |
αιτιατική | τον | ανθούντα | την | ανθούσα | το | ανθούν |
κλητική | ανθών | ανθούσα | ανθούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανθούντες | οι | ανθούσες | τα | ανθούντα |
γενική | των | ανθούντων | των | ανθουσών | των | ανθούντων |
αιτιατική | τους | ανθούντες | τις | ανθούσες | τα | ανθούντα |
κλητική | ανθούντες | ανθούσες | ανθούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈθon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θών
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ανθών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ἀνθῶ (ἀνθέω), συνηρημένος τύπος του ἀνθέων (όπως ποιέων > ποιῶν)
Μετοχή
επεξεργασίαανθών, -ούσα, -ούν
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ανθώ
- ⮡ ανθούσες οικονομίες, ανθούν οικοσύστημα
- παλιότερη γραφή: ἀνθῶν
Συνώνυμα
επεξεργασία- ακμάζων, -ουσα, -ον
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- ανθών: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανθών αρσενικό
- γενική πληθυντικού του ανθός
- παλιότερη γραφή: ἀνθῶν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανθών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανθών - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας